- γναφαλώδης
- ης, ες мягкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναφαλώδης — ες αυτός που μοιάζει με γνάφαλο, ο μαλακός … Dictionary of Greek
βατομουριά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των ροδιδών, με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ογναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των… … Dictionary of Greek
κναφαλώδης — κναφαλώδης, ῶδες (Α) βλ. γναφαλώδης … Dictionary of Greek